Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disserràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disserˈrare]

1 φανερώνω
2 ξεκλειδώνω
3 αποκαλύπτω

disserrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [disserˈrarsi]

απελευθερώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissequestro dissertare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissepolto (επίθ.)
disseppellimento (ουσ αρσ )
disseppellire (ρ. μτβ.)
dissequestrare (ρ. μτβ.)
dissequestro (ουσ αρσ )
disserrare (ρ. μτβ.)
disserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissertare (ρ.αμτβ.)
dissertatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissertatorio (επίθ.)
dissertazione (θηλ.ουσ)
disservizio (ουσ αρσ )
dissestare (ρ. μτβ.)
dissestato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissesto (ουσ αρσ )
dissetante (ουσ αρσ )
dissetante (επίθ.)
dissetare (ρ. μτβ.)
dissetarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissettore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---