Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissertatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dissertaˈtore]

αυτός που αναπτύσσει ένα θέμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissertare dissertatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissequestrare (ρ. μτβ.)
dissequestro (ουσ αρσ )
disserrare (ρ. μτβ.)
disserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissertare (ρ.αμτβ.)
dissertatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissertatorio (επίθ.)
dissertazione (θηλ.ουσ)
disservizio (ουσ αρσ )
dissestare (ρ. μτβ.)
dissestato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissesto (ουσ αρσ )
dissetante (ουσ αρσ )
dissetante (επίθ.)
dissetare (ρ. μτβ.)
dissetarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissettore (ουσ αρσ )
dissezione (θηλ.ουσ)
dissidente (ουσ αρσ και θηλ.)
dissidente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---