Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissidènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dissiˈdɛnte]

1 αντικομφορμιστής
2 αμφισβητίας

dissidènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dissiˈdɛnte]

1 διχογνωμών
2 διαφωνών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissezione dissidenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissetante (επίθ.)
dissetare (ρ. μτβ.)
dissetarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissettore (ουσ αρσ )
dissezione (θηλ.ουσ)
dissidente (ουσ αρσ και θηλ.)
dissidente (επίθ.)
dissidenza (θηλ.ουσ)
dissidio (ουσ αρσ )
dissigillare (ρ. μτβ.)
dissimilazione (θηλ.ουσ)
dissimile (επίθ.)
dissimilitudine (θηλ.ουσ)
dissimmetria (θηλ.ουσ)
dissimmetrico (επίθ.)
dissimulare (ρ. μτβ.)
dissimulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissimulazione (θηλ.ουσ)
dissipabile (επίθ.)
dissipare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---