Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissidènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dissiˈdɛnte] 1 αντικομφορμιστής 2 αμφισβητίας dissidènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dissiˈdɛnte] 1 διχογνωμών 2 διαφωνών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |