Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissidènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dissiˈdɛntsa] 1 ασυμφωνία 2 ασυνταιριασιά 3 αντίθεση 4 διαφωνία 5 αντιγνωμία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |