Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissimmetrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dissimmeˈtria]

1 δυσαναλογία
2 ασυμμετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissimilitudine dissimmetrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissidio (ουσ αρσ )
dissigillare (ρ. μτβ.)
dissimilazione (θηλ.ουσ)
dissimile (επίθ.)
dissimilitudine (θηλ.ουσ)
dissimmetria (θηλ.ουσ)
dissimmetrico (επίθ.)
dissimulare (ρ. μτβ.)
dissimulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissimulazione (θηλ.ουσ)
dissipabile (επίθ.)
dissipare (ρ. μτβ.)
dissiparsi (ρ.μ. (αντων.))
dissipatezza (θηλ.ουσ)
dissipato (ουσ αρσ )
dissipato (επίθ.)
dissipatore (ουσ αρσ )
dissipazione (θηλ.ουσ)
dissociabile (επίθ.)
dissociabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---