Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissipàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dissiˈpato]

1 λάγνος
2 πόρνος
3 ηδονοθήρας
4 μουρντάρης
5 βιτσιόζος
6 κυνηγός των ηδονών

dissipàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dissiˈpato]

1 ακόλαστος
2 ασύδοτος
3 άσωτος
4 ασελγής
5 έκφυλος
6 έκλυτος
7 ελευθέριος
8 αχαλίνωτος
9 έκδοτος
10 παραλυμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissipatezza dissipatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissimulazione (θηλ.ουσ)
dissipabile (επίθ.)
dissipare (ρ. μτβ.)
dissiparsi (ρ.μ. (αντων.))
dissipatezza (θηλ.ουσ)
dissipato (ουσ αρσ )
dissipato (επίθ.)
dissipatore (ουσ αρσ )
dissipazione (θηλ.ουσ)
dissociabile (επίθ.)
dissociabilità (θηλ.ουσ)
dissociare (ρ. μτβ.)
dissociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dissociativo (επίθ.)
dissociato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissociazione (θηλ.ουσ)
dissodamento (ουσ αρσ )
dissodare (ρ. μτβ.)
dissolubile (επίθ.)
dissolubilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---