Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissociàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dissoˈʧare]

1 διχάζω
2 αποχωρίζω
3 χωρίζω
4 αποσυνδέω
5 διαχωρίζω

dissociàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dissoˈʧarsi]

1 αποχωρίζομαι
2 αποσυνδέομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissociabilità dissociativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissipato (επίθ.)
dissipatore (ουσ αρσ )
dissipazione (θηλ.ουσ)
dissociabile (επίθ.)
dissociabilità (θηλ.ουσ)
dissociare (ρ. μτβ.)
dissociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dissociativo (επίθ.)
dissociato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissociazione (θηλ.ουσ)
dissodamento (ουσ αρσ )
dissodare (ρ. μτβ.)
dissolubile (επίθ.)
dissolubilità (θηλ.ουσ)
dissolutezza (θηλ.ουσ)
dissolutivo (επίθ.)
dissoluto (ουσ αρσ )
dissoluto (επίθ.)
dissolutore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissoluzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---