Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissipatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dissipaˈtore] 1 σπάταλος 2 άσωτος 3 σκορπαλευράς 4 ανοιχτοχέρης 5 πολυδάπανος 6 πολυέξοδος 7 σκορποχέρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |