Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissolùbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dissoˈlubile]

διαλυτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissodare dissolubilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissociativo (επίθ.)
dissociato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissociazione (θηλ.ουσ)
dissodamento (ουσ αρσ )
dissodare (ρ. μτβ.)
dissolubile (επίθ.)
dissolubilità (θηλ.ουσ)
dissolutezza (θηλ.ουσ)
dissolutivo (επίθ.)
dissoluto (ουσ αρσ )
dissoluto (επίθ.)
dissolutore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissoluzione (θηλ.ουσ)
dissolvente (αρσ. επίθ και ουσ)
dissolvenza (θηλ.ουσ)
dissolvere (ρ. μτβ.)
dissolversi (ρ.μ. (αντων.))
dissolvimento (ουσ αρσ )
dissomigliante (επίθ.)
dissomiglianza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---