Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissolvènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dissolˈvɛntsa] 1 ξάσπρισμα 2 ξέβαμμα 3 ξεθώριασμα 4 μαρασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |