Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissomigliàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [dissomiʎˈʎare] 1 είμαι διαφορετικός 2 διαφέρω dissomigliarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [dissomiʎˈʎarsi] 1 είμαι διαφορετικός 2 διαφέρω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |