Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissomigliàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dissomiʎˈʎare]

1 είμαι διαφορετικός
2 διαφέρω

dissomigliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dissomiʎˈʎarsi]

1 είμαι διαφορετικός
2 διαφέρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissomiglianza dissonante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissolvere (ρ. μτβ.)
dissolversi (ρ.μ. (αντων.))
dissolvimento (ουσ αρσ )
dissomigliante (επίθ.)
dissomiglianza (θηλ.ουσ)
dissomigliare (ρ.αμτβ.)
dissomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissonante (επίθ.)
dissonanza (θηλ.ουσ)
dissonare (ρ.αμτβ.)
dissotterrare (ρ. μτβ.)
dissuadere (ρ. μτβ.)
dissuasione (θηλ.ουσ)
dissuasivo (επίθ.)
dissuasore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissueto (επίθ.)
dissuetudine (θηλ.ουσ)
dissuggellare (ρ. μτβ.)
distaccabile (επίθ.)
distaccamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---