Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissuadére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dissuaˈdere]

1 αποθαρρύνω
2 παραπείθω
3 αποτρέπω
4 μεταπείθω
5 τουμπάρω (κάποιον)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissotterrare dissuasione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissonante (επίθ.)
dissonanza (θηλ.ουσ)
dissonare (ρ.αμτβ.)
dissotterrare (ρ. μτβ.)
dissuadere (ρ. μτβ.)
dissuasione (θηλ.ουσ)
dissuasivo (επίθ.)
dissuasore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissueto (επίθ.)
dissuetudine (θηλ.ουσ)
dissuggellare (ρ. μτβ.)
distaccabile (επίθ.)
distaccamento (ουσ αρσ )
distaccare (ρ. μτβ.)
distaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
distaccato (επίθ.)
distacco (ουσ αρσ )
distale (επίθ.)
distante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---