Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissuèto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dissuˈɛto]

1 ανεξοικείωτος
2 ασυνήθιστος
3 απαρχαιωμένος
4 άχρηστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissuasore dissuetudine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissotterrare (ρ. μτβ.)
dissuadere (ρ. μτβ.)
dissuasione (θηλ.ουσ)
dissuasivo (επίθ.)
dissuasore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissueto (επίθ.)
dissuetudine (θηλ.ουσ)
dissuggellare (ρ. μτβ.)
distaccabile (επίθ.)
distaccamento (ουσ αρσ )
distaccare (ρ. μτβ.)
distaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
distaccato (επίθ.)
distacco (ουσ αρσ )
distale (επίθ.)
distante (επίθ.)
distante (επίρ.)
distanza (θηλ.ουσ)
distanziamento (ουσ αρσ )
distanziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---