Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdistànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [disˈtantsa] η απόσταση, η διάσταση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdistanza [θηλ.] di sicurezza = η απόσταση ασφαλείας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |