Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈtɛndere]

1 (gambe, braccia) απλώνω
2 (nervi) τεντώνω

distèndersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [disˈtɛndersi]

1 (sdraiarsi) ξαπλώνω
2 (calmarsi) χαλαρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distare distensione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distanziare (ρ. μτβ.)
distanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
distanziometrico (επίθ.)
distanziometro (ουσ αρσ )
distare (ρ.αμτβ.)
distendere (ρ. μτβ.)
distendersi (ρ. μ. αμτβ.)
distensione (θηλ.ουσ)
distensivo (επίθ.)
distesa (θηλ.ουσ)
distesamente (επίρ.)
disteso (αρσ. επίθ και ουσ)
distico (ουσ αρσ )
distillabile (επίθ.)
distillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
distillato (αρσ. επίθ και ουσ)
distillatoio (ουσ αρσ )
distillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
distillazione (θηλ.ουσ)
distilleria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---