Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdistensióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [distenˈsjone] 1 χαλάρωση 2 διάταση 3 τέντωμα 4 χαλάρωμα 5 ξάπλωμα 6 εκτόνωση διπλωματικών σχέσεων 7 διπλωματική αποκλιμάκωση 8 άπλωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |