Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dìstico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdistiko]

1 κουπλέ
2 δίστιχο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disteso distillabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distensione (θηλ.ουσ)
distensivo (επίθ.)
distesa (θηλ.ουσ)
distesamente (επίρ.)
disteso (αρσ. επίθ και ουσ)
distico (ουσ αρσ )
distillabile (επίθ.)
distillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
distillato (αρσ. επίθ και ουσ)
distillatoio (ουσ αρσ )
distillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
distillazione (θηλ.ουσ)
distilleria (θηλ.ουσ)
distilo (αρσ. επίθ και ουσ)
distimia (θηλ.ουσ)
distinguere (ρ. μτβ.)
distinguersi (ρ.μ. (αντων.))
distinguibile (επίθ.)
distinta (θηλ.ουσ)
distintamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---