Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distillatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [distillaˈtore]

1 κατασκευαστής ποτών με απόσταξη
2 ποτοποιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distillatoio distillazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distico (ουσ αρσ )
distillabile (επίθ.)
distillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
distillato (αρσ. επίθ και ουσ)
distillatoio (ουσ αρσ )
distillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
distillazione (θηλ.ουσ)
distilleria (θηλ.ουσ)
distilo (αρσ. επίθ και ουσ)
distimia (θηλ.ουσ)
distinguere (ρ. μτβ.)
distinguersi (ρ.μ. (αντων.))
distinguibile (επίθ.)
distinta (θηλ.ουσ)
distintamente (επίρ.)
distintissimo (επίθ.)
distintivo (ουσ αρσ )
distintivo (επίθ.)
distinto (αρσ. επίθ και ουσ)
distinzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---