Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distillàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [distilˈlare]

1 αποστάζω
2 διηθώ
3 διυλίζω
4 λαμπικάρω
5 σταλάζω
6 φιλτράρω
7 στραγγίζω
8 ραφινάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distillabile distillato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distesa (θηλ.ουσ)
distesamente (επίρ.)
disteso (αρσ. επίθ και ουσ)
distico (ουσ αρσ )
distillabile (επίθ.)
distillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
distillato (αρσ. επίθ και ουσ)
distillatoio (ουσ αρσ )
distillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
distillazione (θηλ.ουσ)
distilleria (θηλ.ουσ)
distilo (αρσ. επίθ και ουσ)
distimia (θηλ.ουσ)
distinguere (ρ. μτβ.)
distinguersi (ρ.μ. (αντων.))
distinguibile (επίθ.)
distinta (θηλ.ουσ)
distintamente (επίρ.)
distintissimo (επίθ.)
distintivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---