ItalianoGreco


distillatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [distillaˈtojo]

1 κατασκευαστής ποτών με απόσταξη
2 ποτοποιός
3 λαμπίκος
4 αποστακτήριο
5 αποστακτήρας
6 οινοπνευματοποιία
7 οινοπνευματοποιείο
8 ποτοποιείο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---