distillatóio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [distillaˈtojo]
1 κατασκευαστής ποτών με απόσταξη
2 ποτοποιός
3 λαμπίκος
4 αποστακτήριο
5 αποστακτήρας
6 οινοπνευματοποιία
7 οινοπνευματοποιείο
8 ποτοποιείο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [distillaˈtojo]
1 κατασκευαστής ποτών με απόσταξη
2 ποτοποιός
3 λαμπίκος
4 αποστακτήριο
5 αποστακτήρας
6 οινοπνευματοποιία
7 οινοπνευματοποιείο
8 ποτοποιείο
permalink
distillatoio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android