Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdistìnto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [disˈtinto] ξεχωριστός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdistinti saluti [αρσ. πλυθ.] = με εκτίμηση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |