Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distìnto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈtinto]

ξεχωριστός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distintivo distinzione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


distinti saluti [αρσ. πλυθ.] = με εκτίμηση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distinta (θηλ.ουσ)
distintamente (επίρ.)
distintissimo (επίθ.)
distintivo (ουσ αρσ )
distintivo (επίθ.)
distinto (αρσ. επίθ και ουσ)
distinzione (θηλ.ουσ)
distogliere (ρ. μτβ.)
distoma (ουσ αρσ )
distomatosi (θηλ.ουσ)
distonia (θηλ.ουσ)
distonico (αρσ. επίθ και ουσ)
distorcere (ρ. μτβ.)
distorcersi (ρ.μ. (αντων.))
distornare (ρ. μτβ.)
distorsione (θηλ.ουσ)
distorto (επίθ.)
distrarre (ρ. μτβ.)
distrarsi (ρ.μ. (αντων.))
distrattamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---