Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdistornàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [distorˈnare] 1 αποσοβώ 2 αποφεύγω 3 στρίβω για να αποφύγω 4 αποκλίνω 5 εκτρέπω 6 αποτρέπω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |