Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distributóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [distribuˈtore]

1 ο διανομέας
2 (apparecchio per la benzina) το βενζινάδικο
3 (stazione di servizio) το βενζινάδικο

distributóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [distribuˈtore]

1 διανεμητικός
2 μεριστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distributivo distribuzione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


distributore [αρσ.] automatico = η αυτόματη μηχανή | ο αυτόματος πωλητής || distributore [αρσ.] di benzina = το πρατήριο βενζίνης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distretto (ουσ αρσ )
distrettuale (αρσ. επίθ και ουσ)
distribuibile (επίθ.)
distribuire (ρ. μτβ.)
distributivo (επίθ.)
distributore (ουσ αρσ )
distributore (επίθ.)
distribuzione (θηλ.ουσ)
districabile (επίθ.)
districare (ρ. μτβ.)
districarsi (ρ.μ. (αντων.))
distrofia (θηλ.ουσ)
distrofico (αρσ. επίθ και ουσ)
distruggere (ρ. μτβ.)
distruggersi (ρ.μ. (αντων.))
distruttibile (επίθ.)
distruttivo (επίθ.)
distrutto (επίθ.)
distruttore (ουσ αρσ )
distruttore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---