distruttìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [distrutˈtivo]
1 συντριπτικός
2 καταστροφικός
3 καταλυτικός
4 εκμηδενιστικός
5 εκθεμελιωτικός
6 καταστρεπτικός
7 σφαγιαστικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [distrutˈtivo]
1 συντριπτικός
2 καταστροφικός
3 καταλυτικός
4 εκμηδενιστικός
5 εκθεμελιωτικός
6 καταστρεπτικός
7 σφαγιαστικός
permalink
distruttivo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android