ItalianoGreco


distruttìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [distrutˈtivo]

1 συντριπτικός
2 καταστροφικός
3 καταλυτικός
4 εκμηδενιστικός
5 εκθεμελιωτικός
6 καταστρεπτικός
7 σφαγιαστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---