Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disturbàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disturˈbare]

ενοχλώ

disturbarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [disturˈbarsi]

ενοχλούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distruzione disturbato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


se non ti disturba = αν δε σου κάνει κόπο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distruttivo (επίθ.)
distrutto (επίθ.)
distruttore (ουσ αρσ )
distruttore (επίθ.)
distruzione (θηλ.ουσ)
disturbare (ρ. μτβ.)
disturbarsi (ρ.μ. (αντων.))
disturbato (επίθ.)
disturbatore (ουσ αρσ )
disturbatore (επίθ.)
disturbo (ουσ αρσ )
disubbidiente (επίθ.)
disubbidienza (θηλ.ουσ)
disubbidire (ρ.αμτβ.)
disuguaglianza (θηλ.ουσ)
disuguagliare (ρ. μτβ.)
disuguale (επίθ.)
disumanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disumanarsi (ρ.μ. (αντων.))
disumanità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---