Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disumanàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dizumaˈnare]

1 εξαγριώνω
2 αποκτηνώνω
3 αποθηριώνω

disumanarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizumaˈnarsi]

αποκτηνώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disuguale disumanità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disubbidienza (θηλ.ουσ)
disubbidire (ρ.αμτβ.)
disuguaglianza (θηλ.ουσ)
disuguagliare (ρ. μτβ.)
disuguale (επίθ.)
disumanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disumanarsi (ρ.μ. (αντων.))
disumanità (θηλ.ουσ)
disumano (επίθ.)
disunione (θηλ.ουσ)
disunire (ρ. μτβ.)
disunirsi (ρ.μ. (αντων.))
disunito (επίθ.)
disuria (θηλ.ουσ)
disusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disusato (επίθ.)
disuso (ουσ αρσ )
disutile (ουσ αρσ )
disutile (επίθ.)
disutilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---