Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disumàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizuˈmano]

1 βάναυσος
2 αιμοβόρος
3 απάνθρωπος
4 άγριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disumanità disunione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disuguagliare (ρ. μτβ.)
disuguale (επίθ.)
disumanare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disumanarsi (ρ.μ. (αντων.))
disumanità (θηλ.ουσ)
disumano (επίθ.)
disunione (θηλ.ουσ)
disunire (ρ. μτβ.)
disunirsi (ρ.μ. (αντων.))
disunito (επίθ.)
disuria (θηλ.ουσ)
disusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disusato (επίθ.)
disuso (ουσ αρσ )
disutile (ουσ αρσ )
disutile (επίθ.)
disutilità (θηλ.ουσ)
disvalore (ουσ αρσ )
disvestire (ρ. μτβ.)
disvestirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---