Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disutilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizutiliˈta]

1 αχρησία
2 αχρηστία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disutile disvalore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disusato (επίθ.)
disuso (ουσ αρσ )
disutile (ουσ αρσ )
disutile (επίθ.)
disutilità (θηλ.ουσ)
disvalore (ουσ αρσ )
disvestire (ρ. μτβ.)
disvestirsi (ρ.μ. (αντων.))
disviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disvolere (ρ. μτβ.)
ditale (ουσ αρσ )
ditata (θηλ.ουσ)
diteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diteggiatura (θηλ.ουσ)
ditirambico (επίθ.)
ditirambo (ουσ αρσ )
ditisco (ουσ αρσ )
dito (ουσ αρσ )
ditta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---