Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disusàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizuˈzato]

1 παλιομοδίτικος
2 παμπάλαιος
3 απαρχαιωμένος
4 ανήκων στο παρελθόν
5 άχρηστος
6 ντεμοντέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disusare disuso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disunire (ρ. μτβ.)
disunirsi (ρ.μ. (αντων.))
disunito (επίθ.)
disuria (θηλ.ουσ)
disusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disusato (επίθ.)
disuso (ουσ αρσ )
disutile (ουσ αρσ )
disutile (επίθ.)
disutilità (θηλ.ουσ)
disvalore (ουσ αρσ )
disvestire (ρ. μτβ.)
disvestirsi (ρ.μ. (αντων.))
disviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disvolere (ρ. μτβ.)
ditale (ουσ αρσ )
ditata (θηλ.ουσ)
diteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diteggiatura (θηλ.ουσ)
ditirambico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---