Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diteggiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ditedʤaˈtura]

δαχτυλοθέτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diteggiare ditirambico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disvolere (ρ. μτβ.)
ditale (ουσ αρσ )
ditata (θηλ.ουσ)
diteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diteggiatura (θηλ.ουσ)
ditirambico (επίθ.)
ditirambo (ουσ αρσ )
ditisco (ουσ αρσ )
dito (ουσ αρσ )
ditta (θηλ.ουσ)
dittafono (ουσ αρσ )
dittamo (ουσ αρσ )
dittatore (ουσ αρσ )
dittatoriale (επίθ.)
dittatorio (επίθ.)
dittatura (θηλ.ουσ)
ditteri (ουσ αρσ πληθ.)
dittero (επίθ.)
dittico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---