Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisvolére
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dizvoˈlere] 1 δεν θέλω κάτι πλέον 2 παύω να θέλω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |