Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disvolére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizvoˈlere]

1 δεν θέλω κάτι πλέον
2 παύω να θέλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disviare ditale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disutilità (θηλ.ουσ)
disvalore (ουσ αρσ )
disvestire (ρ. μτβ.)
disvestirsi (ρ.μ. (αντων.))
disviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disvolere (ρ. μτβ.)
ditale (ουσ αρσ )
ditata (θηλ.ουσ)
diteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diteggiatura (θηλ.ουσ)
ditirambico (επίθ.)
ditirambo (ουσ αρσ )
ditisco (ουσ αρσ )
dito (ουσ αρσ )
ditta (θηλ.ουσ)
dittafono (ουσ αρσ )
dittamo (ουσ αρσ )
dittatore (ουσ αρσ )
dittatoriale (επίθ.)
dittatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---