Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dìttero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdittero]

δίπτερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ditteri dittico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dittatore (ουσ αρσ )
dittatoriale (επίθ.)
dittatorio (επίθ.)
dittatura (θηλ.ουσ)
ditteri (ουσ αρσ πληθ.)
dittero (επίθ.)
dittico (ουσ αρσ )
dittongare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dittongazione (θηλ.ουσ)
dittongo (ουσ αρσ )
diuresi (θηλ.ουσ)
diuretico (επίθ.)
diurna (θηλ.ουσ)
diurnista (ουσ αρσ και θηλ.)
diurno (αρσ. επίθ και ουσ)
diuturnità (θηλ.ουσ)
diuturno (επίθ.)
diva (θηλ.ουσ)
divagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
divagarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---