Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdìva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈdiva] 1 μεγάλη ερμηνεύτρια (του σινεμά ή της όπερας ή του θεάτρου) 2 θεά 3 ντίβα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |