Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivaricazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [divarikatˈtsjone] 1 διάνοιξη 2 διασπορά 3 διάπλατο άνοιγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |