Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divenìre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diveˈnire]

το γίγνεσθαι

divenìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [diveˈnire]

γίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divellere diventare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


divenire di ruolo = στεριώνω με τη δουλειά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divaricazione (θηλ.ουσ)
divario (ουσ αρσ )
divedere (ρ. μτβ.)
diveggiare (ρ.αμτβ.)
divellere (ρ. μτβ.)
divenire (ουσ αρσ )
divenire (ρ.αμτβ.)
diventare (ρ.αμτβ.)
diverbio (ουσ αρσ )
divergente (αρσ. επίθ και ουσ)
divergenza (θηλ.ουσ)
divergere (ρ.αμτβ.)
diversamente (επίρ.)
diversificare (ρ. μτβ.)
diversificarsi (ρ.μ. (αντων.))
diversificazione (θηλ.ουσ)
diversione (θηλ.ουσ)
diversità (θηλ.ουσ)
diversivo (ουσ αρσ )
diversivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---