ItalianoGreco


divenìre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diveˈnire]

το γίγνεσθαι

divenìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [diveˈnire]

γίνομαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


divenire di ruolo = στεριώνω με τη δουλειά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---