Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diversióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diverˈsjone]

1 εκτροπή
2 παροχέτευση
3 παράκαμψη
4 αλλαγή δρομολογίου
5 παραπλάνηση
6 αλλαγή κατεύθυνσης
7 προσποίηση
8 παρεκτροπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diversificazione diversità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divergere (ρ.αμτβ.)
diversamente (επίρ.)
diversificare (ρ. μτβ.)
diversificarsi (ρ.μ. (αντων.))
diversificazione (θηλ.ουσ)
diversione (θηλ.ουσ)
diversità (θηλ.ουσ)
diversivo (ουσ αρσ )
diversivo (επίθ.)
diverso (επίθ.)
diverso (επίθ.)
diverso (αντων.)
divertente (επίθ.)
diverticolite (θηλ.ουσ)
diverticolo (ουσ αρσ )
diverticolosi (θηλ.ουσ)
divertimento (ουσ αρσ )
divertire (ρ. μτβ.)
divertirsi (ρ.μ. (αντων.))
divertito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---