Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivertènte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diverˈtɛnte] διασκεδαστικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαè molto divertente = έχει πολύ γούστο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |