Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divertènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diverˈtɛnte]

διασκεδαστικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diverso diverticolite  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


è molto divertente = έχει πολύ γούστο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diversivo (ουσ αρσ )
diversivo (επίθ.)
diverso (επίθ.)
diverso (επίθ.)
diverso (αντων.)
divertente (επίθ.)
diverticolite (θηλ.ουσ)
diverticolo (ουσ αρσ )
diverticolosi (θηλ.ουσ)
divertimento (ουσ αρσ )
divertire (ρ. μτβ.)
divertirsi (ρ.μ. (αντων.))
divertito (επίθ.)
divetta (θηλ.ουσ)
divezzamento (ουσ αρσ )
divezzare (ρ. μτβ.)
divezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dividendo (ουσ αρσ )
dividere (ρ. μτβ.)
dividersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---