Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divìdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈvidere]

διαιρώ

dividersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [diˈvidersi]

1 διαχωρίζομαι
2 διαιρούμαι
3 μοιράζομαι
4 διαμοιράζομαι
5 διασπώμαι
6 χαλώ συνεταιρισμό με κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dividendo divieto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divetta (θηλ.ουσ)
divezzamento (ουσ αρσ )
divezzare (ρ. μτβ.)
divezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dividendo (ουσ αρσ )
dividere (ρ. μτβ.)
dividersi (ρ.μ. (αντων.))
divieto (ουσ αρσ )
divinamente (επίρ.)
divinare (ρ. μτβ.)
divinatorio (επίθ.)
divinazione (θηλ.ουσ)
divincolamento (ουσ αρσ )
divincolare (ρ. μτβ.)
divincolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
divinità (θηλ.ουσ)
divinizzare (ρ. μτβ.)
divinizzazione (θηλ.ουσ)
divino (ουσ αρσ )
divino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---