Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivincolàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [divinkoˈlare] 1 ελίσσομαι 2 ξεφεύγω 3 κινούμαι στριφογυρίζοντας 4 αποφεύγω divincolàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [divinkoˈlarsi] 1 ελίσσομαι 2 αγωνίζομαι έντονα 3 παλεύω να ξεφύγω από κάτι 4 κινούμαι στριφογυρίζοντας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |