Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divincolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [divinkoˈlare]

1 ελίσσομαι
2 ξεφεύγω
3 κινούμαι στριφογυρίζοντας
4 αποφεύγω

divincolàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [divinkoˈlarsi]

1 ελίσσομαι
2 αγωνίζομαι έντονα
3 παλεύω να ξεφύγω από κάτι
4 κινούμαι στριφογυρίζοντας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divincolamento divinità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divinamente (επίρ.)
divinare (ρ. μτβ.)
divinatorio (επίθ.)
divinazione (θηλ.ουσ)
divincolamento (ουσ αρσ )
divincolare (ρ. μτβ.)
divincolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
divinità (θηλ.ουσ)
divinizzare (ρ. μτβ.)
divinizzazione (θηλ.ουσ)
divino (ουσ αρσ )
divino (επίθ.)
divisa (θηλ.ουσ)
divisare (ρ. μτβ.)
divisibile (επίθ.)
divisibilità (θηλ.ουσ)
divisionale (επίθ.)
divisionario (επίθ.)
divisione (θηλ.ουσ)
divisionismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---