Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivinizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diviniddzatˈtsjone] 1 θεοποίηση 2 αποθέωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |