Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈvizmo] 1 επίδειξη 2 σύστημα δημιουργίας αστέρων 3 μεγαλομανία των σταρ 4 λατρεία των σταρ 5 φιγούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |