divìsmo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diˈvizmo]
1 επίδειξη
2 σύστημα δημιουργίας αστέρων
3 μεγαλομανία των σταρ
4 λατρεία των σταρ
5 φιγούρα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diˈvizmo]
1 επίδειξη
2 σύστημα δημιουργίας αστέρων
3 μεγαλομανία των σταρ
4 λατρεία των σταρ
5 φιγούρα
permalink
divismo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android