Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdivorziàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [divorˈtsjato] διαζύγιο divorziàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [divorˈtsjato] 1 διαζευγμένος 2 χωρισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |