Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [divoˈrare]

καταβροχθίζω

divorarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [divoˈrarsi]

1 τρώγομαι
2 καταναλώνομαι
3 καταβροχθίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divo divoratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divisorio (ουσ αρσ )
divisorio (επίθ.)
divistico (επίθ.)
divo (ουσ αρσ )
divo (επίθ.)
divorare (ρ. μτβ.)
divorarsi (ρ.μ. (αντων.))
divoratore (ουσ αρσ )
divoratore (επίθ.)
divorziare (ρ.αμτβ.)
divorziata (θηλ.ουσ)
divorziato (ουσ αρσ )
divorziato (επίθ.)
divorzio (ουσ αρσ )
divorzismo (ουσ αρσ )
divorzista (ουσ αρσ και θηλ.)
divorzista (επίθ.)
divorzistico (επίθ.)
divulgare (ρ. μτβ.)
divulgarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---