Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdivo]

ο θεϊκός (-ή)

dìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdivo]

1 ισόθεος
2 θεὶκός
3 διάσημος
4 θείος
5 θεόμορφος
6 θεσπέσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divistico divorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diviso (επίθ.)
divisore (αρσ. επίθ και ουσ)
divisorio (ουσ αρσ )
divisorio (επίθ.)
divistico (επίθ.)
divo (ουσ αρσ )
divo (επίθ.)
divorare (ρ. μτβ.)
divorarsi (ρ.μ. (αντων.))
divoratore (ουσ αρσ )
divoratore (επίθ.)
divorziare (ρ.αμτβ.)
divorziata (θηλ.ουσ)
divorziato (ουσ αρσ )
divorziato (επίθ.)
divorzio (ουσ αρσ )
divorzismo (ουσ αρσ )
divorzista (ουσ αρσ και θηλ.)
divorzista (επίθ.)
divorzistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---