Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divorzìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [divorˈtsista]

1 υποστηρικτής των διαζυγίων
2 δικηγόρος ειδικός στα δικαστήρια

divorzìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [divorˈtsista]

σχετικός με τα διαζύγια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divorzismo divorzistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divorziata (θηλ.ουσ)
divorziato (ουσ αρσ )
divorziato (επίθ.)
divorzio (ουσ αρσ )
divorzismo (ουσ αρσ )
divorzista (ουσ αρσ και θηλ.)
divorzista (επίθ.)
divorzistico (επίθ.)
divulgare (ρ. μτβ.)
divulgarsi (ρ.μ. (αντων.))
divulgativo (επίθ.)
divulgatore (αρσ. επίθ και ουσ)
divulgazione (θηλ.ουσ)
divulsione (θηλ.ουσ)
dizionario (ουσ αρσ )
dizionarista (ουσ αρσ και θηλ.)
dizione (θηλ.ουσ)
do (ουσ αρσ )
dobermann (ουσ αρσ )
doblone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---