Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


divulgatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [divulgaˈtore]

divulgatore (m)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  divulgativo divulgazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divorzista (επίθ.)
divorzistico (επίθ.)
divulgare (ρ. μτβ.)
divulgarsi (ρ.μ. (αντων.))
divulgativo (επίθ.)
divulgatore (αρσ. επίθ και ουσ)
divulgazione (θηλ.ουσ)
divulsione (θηλ.ουσ)
dizionario (ουσ αρσ )
dizionarista (ουσ αρσ και θηλ.)
dizione (θηλ.ουσ)
do (ουσ αρσ )
dobermann (ουσ αρσ )
doblone (ουσ αρσ )
DOC (ακρ.)
doccia (θηλ.ουσ)
doccione (ουσ αρσ )
docente (ουσ αρσ και θηλ.)
docente (επίθ.)
docenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---