Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


doccióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dotˈʧone]

1 άγαλμα - υδρορροή
2 υδρορροή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  doccia docente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

do (ουσ αρσ )
dobermann (ουσ αρσ )
doblone (ουσ αρσ )
DOC (ακρ.)
doccia (θηλ.ουσ)
doccione (ουσ αρσ )
docente (ουσ αρσ και θηλ.)
docente (επίθ.)
docenza (θηλ.ουσ)
docile (επίθ.)
docilità (θηλ.ουσ)
docilmente (επίρ.)
docimologia (θηλ.ουσ)
documentabile (επίθ.)
documentale (επίθ.)
documentare (ρ. μτβ.)
documentarsi (ρ.μ. (αντων.))
documentario (ουσ αρσ )
documentario (επίθ.)
documentarista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---