Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


documentàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dokumenˈtabile]

1 για το οποίο υπάρχουν γραπτά ντοκουμέντα
2 που μπορεί να τεκμηριωθεί
3 που μπορεί να αποδειχτεί με έγγραφα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  docimologia documentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

docenza (θηλ.ουσ)
docile (επίθ.)
docilità (θηλ.ουσ)
docilmente (επίρ.)
docimologia (θηλ.ουσ)
documentabile (επίθ.)
documentale (επίθ.)
documentare (ρ. μτβ.)
documentarsi (ρ.μ. (αντων.))
documentario (ουσ αρσ )
documentario (επίθ.)
documentarista (ουσ αρσ και θηλ.)
documentaristico (επίθ.)
documentato (επίθ.)
documentatore (ουσ αρσ )
documentazione (θηλ.ουσ)
documento (ουσ αρσ )
dodecaedrico (επίθ.)
dodecaedro (ουσ αρσ )
dodecafonia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---