Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dodecafonìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dodekafoˈnia]

δωδεκαφωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dodecaedro dodecafonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

documentatore (ουσ αρσ )
documentazione (θηλ.ουσ)
documento (ουσ αρσ )
dodecaedrico (επίθ.)
dodecaedro (ουσ αρσ )
dodecafonia (θηλ.ουσ)
dodecafonico (επίθ.)
dodecagonale (επίθ.)
dodecagono (ουσ αρσ )
Dodecanneso (κύρ.όν. αρσ.)
dodecasillabo (ουσ αρσ )
dodecasillabo (επίθ.)
dodicenne (ουσ αρσ και θηλ.)
dodicenne (επίθ.)
dodicennio (ουσ αρσ )
dodicesimale (επίθ.)
dodicesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
dodici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
dodicimila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
dogale (θηλ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---