Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


documentatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dokumentaˈtore]

ειδικός τεκμηρίωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  documentato documentazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

documentario (ουσ αρσ )
documentario (επίθ.)
documentarista (ουσ αρσ και θηλ.)
documentaristico (επίθ.)
documentato (επίθ.)
documentatore (ουσ αρσ )
documentazione (θηλ.ουσ)
documento (ουσ αρσ )
dodecaedrico (επίθ.)
dodecaedro (ουσ αρσ )
dodecafonia (θηλ.ουσ)
dodecafonico (επίθ.)
dodecagonale (επίθ.)
dodecagono (ουσ αρσ )
Dodecanneso (κύρ.όν. αρσ.)
dodecasillabo (ουσ αρσ )
dodecasillabo (επίθ.)
dodicenne (ουσ αρσ και θηλ.)
dodicenne (επίθ.)
dodicennio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---